Tuesday, April 7, 2009

Οι Θρακιώτες στο Σοφουλάρ

Το Πάνιδο



Το Πάνιο ή Πάνιδο, είναι παράλια κωμόπολη της "Ανατολικής Θράκης και βρίσκεται 5 περίπου χιλιόμετρα νοτίως της Ραιδεστού στη θάλασσα της Προποντίδας. Δυτικά και Β.Δ. του Πανίδου, εκτείνονται τα Β.Α. αντερείσματα του Ιερού "Όρους (Τεκφύρ Ντάγ).

Επικοινωνεί με τη Ραιδεστό ως και τις λοιπές νοτιότερα παράλιες κωμοπόλεις Κούμβαο, Γάνος, Περίσταση κ.λ.π., με την παραλιακή οδική αρτηρία πού αρχίζει από τη Ραιδεστό και καταλήγει στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου της Καλλιπόλεως. Με την Κωνσταντινούπολη και τις άλλες παράλιες πόλεις της Προποντίδας επικοινωνεί τόσο με την ξηρά, όσο και με τη θάλασσα.

Είναι περιφερειακά χτισμένη σε χαρακτηριστικό λόφο πού δεσπόζει στη γύρω περιοχή κι έχει εκτεταμένη θέα προς όλες τις πλευρές και ιδίως προς τη θάλασσα. Ιστορία - προέλευση τον ονόματος. Το Πάνιο ήταν αρχαία Ελληνική πόλη και ιδρύθηκε πιθανώς τον 6ον π.Χ. αιώνα, εποχή κατά την όποια πραγματοποιείται στη Θράκη ή Ελληνική αποικιακή επέκταση και κυριαρχία. Το όνομα Πάνιο (Θράκης) αναφέρεται για πρώτη φορά στην ιστορία, κατά την περίοδο του 188-138 π.Χ. και ειδικότερα στους χρόνους των βασιλέων της Περγάμου Ευμενή του Β' και "Αττάλου του Β', των Φιλαδέλφων. Από την εποχή αυτή και με το όνομα Πάνιο ή Πάνιδο, αναφέρεται ως μια σημαντική πόλη της Θράκης κατά τη
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο και ως μια ανθηρή κωμόπολη, κατά την Τουρκοκρατία.

"Άφιξη και εγκατάσταση Πανιδιωτών στην Ελλάδα

«Οπίσω τους αφήνουν βίος και.
πλούτη πουχανε κάνει με τον ίδρωτα
τους τα σπίτια τους, τ'
άμπελοχώραφά τους αφήνουνε
κομμάτια της καρδιάς τους.
Εκκλησιές πού αλειτούργητες θα
μείνουν καμπαναριά πού πια δε θα
σημαίνουν και τάφους γονικούς,
οπού κανένας δε θα συχνάζει πια, κι
ο Γκιώνης μόνο στη κρύα ερημιά θα
κλαίει με πόνο».
Σοη. Σκίπης
(προσφυγικοί καημοί)

Τον "Οκτώβριο του 1922 έφθασαν οι Πανιδιώτες στην Ελλάδα και αποβιβάστηκαν στα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, οπού παρέμειναν αρκετές ημέρες κάτω από συνθήκες μεγάλης αθλιότητας. Ό Ελληνικός λαός στο σύνολο του, έδειξε προς τους αδελφούς πρόσφυγες θερμά ανθρώπινα αισθήματα με ηθική και υλική βοήθεια και συμπαράσταση. Από τις πόλεις αυτές, και μετά την ολοκλήρωση ορισμένων διαδικασιών όπως λοιμοκαθαρτήρια, εμβολιασμοί κ.τ.λ., άρχισαν να προωθούνται με μέριμνα του Κράτους, προς το εσωτερικό της χώρας.

Ό μεγαλύτερος όγκος των Πανιδιωτών, το 80% περίπου, μεταφέρθηκε στο Νομό Κοζάνης και ειδικά σε μιά ημιορεινή περιοχή πού περιβάλλεται από τις δυτικές προσβάσεις του Βερμίου και τις ανατολικές της Όροσειρας Σκοπού (Γκιόζ Τεπέ) κοντά στην άποξηρανθείσα ήδη λίμνη του Σαρή Γκιόλ. Την περιοχή αύτη, (γνωστή ως Μπουτζάκια), αποτελούσαν τα έξης χωριά, τα όποια κατοικούνταν όλα από Κονιάρους τούρκους, πού αργότερα (1923-24) αναχώρησαν για την Τουρκία σε εφαρμογή των ορών της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για την ανταλλαγή των πληθυσμών (τα τουρκικά ονόματα των χωριών μετονομάσθηκαν σε ελληνικά το 1926).

1) Ισκιουπλερ (Κοιλάδα)
2) Σαϊνλέρ (Αμυγδαλιά)
3) Κιοσελέρ (Κίσσα και αργότερα Θυμαριά)
4) Σοφουλάρ (Καπνοχώριον)
5) Τσομπαλή (Βοσκοχώριον)
6) Ίσακλάρ ("Αγ. Χαράλαμπος)
7) Ντόρτ Άλή (Τετράλοφος)
8) Μορανλή (Ρυάκιον)
9) Τοπ Τσιλάρ ("Αγ. Δημήτριος).


Για την περιοχή αύτη των «Μπουτζακιών» και ειδικότερα για το καθένα από τα παραπάνω χωριά αναφέρεται εκτεταμένα ο Τούρκος περιηγητής του 16ου αιώνα Έβλιγιά Τσελεμπή.

Το υπόλοιπο 20% περίπου των Πανιδιωτών διασκορπίστηκε στις εξής πόλεις και χωριά: Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Ζαγκλιβέριον, Ελασσόνα, Αλεξανδρούπολη, Μαντζάρηδες (Ν. Ραιδεστός), "Αλωρος Αριδαίας, Ν. Απολλωνία Θεσ/ νίκης, Ηράκλεια Λαγκαδά.

Αργότερα κατά το 1926 ένας αριθμός 30-35 οικογενειών αναχώρησε από την περιοχή Κοζάνης και εγκαταστάθηκε στα παράλια χωριά της Χαλκιδικής, Ποτίδαια, Καλλικράτεια, Ν. Τρίγλια πού ήταν
Μοναστηριακά Μετόχια του Αγ. Ορους. Ή κατάσταση που αντιμετώπισαν οι Πανιδιώτες στην περιοχή
Κοζάνης ήταν απογοητευτική και απερίγραπτη από κάθε πλευρά. Ναυτικοί οι περισσότεροι, εγκαταστάθηκαν ως γεωργοί σε μια ημιορεινή περιοχή, πολύ μακριά από τη θάλασσα, ενώ άλλοι πρόσφυγες πού προέρχονταν από μεσόγειες περιοχές της Θράκης, του Πόντου και της Μ. Ασίας εγκαταστάθηκαν σε παραθαλάσσιες περιοχές. Ή απογοήτευση αυτή τους δημιούργησε αίσθημα αβεβαιότητας και δυσχέρειας προσαρμογής στο νέο χώρο, πέρασαν δε αρκετά χρόνια για να συνηθίσουν και να προσαρμοσθούν. Πραγματοποιήθηκε από τις υπηρεσίες του Εποικισμού, μια προσωρινή διανομή της γης. Στεγάστηκαν αμέσως στα άδεια σπίτια Τούρκων και αρκετοί συστεγάστηκαν με τουρκικές οικογένειες, πού δεν είχαν ακόμα εγκατάλειψη την Ελλάδα. Ή κατάσταση όλων των σπιτιών ήταν απελπιστική. Οι Τούρκοι πού κατοικούσαν στην περιοχή αυτή, διακρίνονταν για οπισθοδρομικότητα και θρησκοληψία και κανένα ίχνος πολιτισμού δεν υπήρχε. Το Κράτος χορήγησε άρροτριώντα ζώα, γεωργικά εργαλεία, σπόρους, τετράτροχα για τις μεταφορές και άλλα εφόδια.

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι το Κράτος, παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα πού είχε προκαλέσει ή Μικρασιατική καταστροφή (άφιξη 1.500.000 προσφύγων) συμπαραστάθηκε ενεργά και ποικιλότροπα και ενίσχυσε οικονομικά την αρχική προσφυγική εγκατάσταση, σε βαθμό πολύ ικανοποιητικό. Σχολεία και εκκλησίες δεν υπήρχαν. Με πρωτοβουλία των ιερέων και την προσωπική εργασία των κατοίκων, τζαμιά και αχυρώνες μετατράπηκαν σε εκκλησίες και σχολεία και με την προοδευτική τοποθέτηση ιερέων και Δασκάλων άρχισαν να λειτουργούν υποτυπωδώς. Πόσιμο νερό δεν υπήρχε. Σχεδόν τα περισσότερα χωριά προμηθεύονταν νερό για τις οικιακές ανάγκες, ζώα κ.λ.π. από δύο πηγάδια πού βρίσκονταν σε απόσταση δύο περίπου ωρών με επιστροφή.

Το 1930 πραγματοποιήθηκε ή συστηματική και μόνιμη ύδρευση των κατοίκων αυτών των χωριών από το Βέρμιο (Ζωοδόχος Πηγή). Ιδρύθηκε Αγροτικό Ιατρείο με έδρα το Σοφουλάρ (Καπνοχώρι) το όποιο εξυπηρετούσε με περιοδεύοντα γιατρό όλα τα χωριά της παραπάνω περιοχής.

Ό χειμώνας στο υψίπεδο της Κοζάνης είναι εξαιρετικά βαρύς. Ή ξύλευση των κατοίκων γίνονταν από δασικές περιοχές του δυτ. Βερμίου. Ή απόσταση είναι αρκετά μεγάλη, έχει δύσβατους δρόμους και απαιτούνταν 6-7 ώρες για το κόψιμο και την μεταφορά ενός φορτίου καυσόξυλων.

Ή οικονομική κατάσταση στα 2-3 πρώτα χρόνια ήταν σχετικά ικανοποιητική, γιατί ο καπνός πού καλλιεργούνταν στη μεγαλύτερη έκταση, αγοράζονταν σε σχετικά καλές τιμές. Αντίθετα ή καλλιέργεια δημητριακών, οσπρίων, κρεμμυδιών ήταν από την αρχή αποτυχημένη γιατί τα εδάφη ήταν άγονα, άνυδρα και άργιλώδη. Ή στρεμματική απόδοση ήταν πολύ χαμηλή, γιατί δεν υπήρχαν λιπάσματα, ούτε σύγχρονα γεωργικά εργαλεία για να γίνει βαθιά άροση και ορθή καλλιέργεια. "Οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια, εκτός από αμυγδαλιές δεν ευδοκιμούσαν. Προσπάθεια να καλλιεργηθούν αμπέλια και οπωροφόρα απέτυχε. Ή κτηνοτροφία τουλάχιστον στα χωριά της οροσειράς Σκοπού (Γκιόζ τεπέ) ήταν αδύνατο να επιζήσει, γιατί δεν υπήρχε στους περιορισμένους και φτωχούς τόπους βοσκής νερό.

Από το 1925-26 περίπου παρουσιάστηκε μεγάλη κρίση στη διάθεση του καπνού, πού αποτελούσε το κύριο προϊόν από το οποίο ζούσαν. Τα καπνά δεν είχαν ζήτηση διεθνώς, ή αγοράζονταν ένα μικρό μέρος από αυτά σε τιμές πολύ χαμηλές και τα υπόλοιπα συγκεντρώνονταν από τους χωρικούς σε προκαθορισμένους χώρους και καίγονταν παρουσία φοροτεχνικών υπαλλήλων, χωρίς καμιά απολύτως αποζημίωση. Ή οικονομική δυσπραγία συνεχίζονταν έντονα και ή δυστυχία αποτελούσε μόνιμο γνώρισμα των χωριών της περιοχής αυτής. Ή ανεργία στα αστικά κέντρα βρίσκονταν σε μεγάλα ποσοστά και πουθενά δεν προσφέρονταν οποιασδήποτε μορφής απασχόληση από την όποια μπορούσε να εξασφαλισθεί ένα πρόσθετο εισόδημα, σε ότι ελάχιστα απέδιδε ή φτωχή γεωργική παραγωγή.

Ή οικονομική εξαθλίωση είχε κορυφωθεί από τις οδυνηρές συνέπειες της Παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως του 1929-30 και την πολύ χαμηλή γεωργική παραγωγή της περιοχής λόγω των χαλαζοπτώσεων, της ανομβρίας και του λίβα. Δεν αποτελεί υπερβολή αλλά σκληρή πραγματικότητα, ότι το αυγό της κότας είχε αντικαταστήσει την δραχμή ως νομισματική μονάδα στα μικρομάγαζα των χωριών πού πουλούσαν διάφορα εμπορεύματα, κατά το πλείστον συναλλάσσονταν με αυγά. Τότε, όχι μονάχα στην περιοχή της Κοζάνης, αλλά και σε άλλες περιοχές του Ελλαδικού χώρου και κυρίως της υπαίθρου είχε αντιμετωπισθεί σε βαθμό σοβαρό κατά μικρά έστω διαστήματα, το πρόβλημα της πείνας. Το Κράτος, αντιμετώπισε την κατάσταση με αγορά και μεταφορά από τη Ρουμανία καλαμποκιού, αλλά το όλο θέμα, εξακολουθούσε να παραμένει άλυτο για μεγάλο διάστημα.

Υπήρχαν και σοβαρά προβλήματα υγείας και θνησιμότητας, τα οποία οφείλονταν τόσο στην ελονοσία πού προέρχονταν από έλη της λίμνης του Σαρη-Γκιόλ όσο και από τον υποσιτισμό και την ακαταλληλότητα του ποσίμου νερού. Τα ποσοστά της θνησιμότητας, κυρίως σε άτομα μικρής και μεγάλης ηλικίας, ήταν μεγάλα. "Όλοι οι κάτοικοι της προσφυγικής αυτής περιοχής, ήταν σχεδόν
χρεωμένοι τόσο στους διάφορους εμπόρους όσο και στην Αγροτική Τράπεζα και μόνο ο πόλεμος του 1940-41 και ή επακολουθήσασα εχθρική κατοχή διέγραψε αυτόματα τα δυσβάσταχτα χρέη τους.

Παλεύοντας σκληρά οι Πανιδιώτες, όπως και όλοι οι προσφυγικοί πληθυσμοί για την επιβίωση, δεν έπαυσαν ποτέ να θυμούνται και να νοσταλγούν τη γη των πατέρων τους και να εμπνέονται από πόθους και Όνειρα για ένα ακόμα επαναπατρισμό.

Από το 1950-52 και μετά ή οικονομική κατάσταση στην περιοχή της Κοζάνης είχε αρχίσει να παρουσιάζει προοδευτικά μια αισθητή βελτίωση. Ή παραδοσιακή καλλιέργεια με αροτριώντα ζώα άρχισε να εγκαταλείπεται. Τα παλαιά γεωργικά εργαλεία αντικαταστάθηκαν από τη μηχανική
καλλιέργεια. Ή γεωργική υπηρεσία παρουσίαζε μία αξιόλογη δραστηριότητα. Δόθηκαν βελτιωμένα είδη σπόρων, προελεύσεως εξωτερικού. Οι Γεωπόνοι είχαν αποκεντρωθεί από πλευράς έδρας και
βρέθηκαν κοντά στον παραγωγό. Τα λιπάσματα μετέβαλαν την άγονη γη σε παραγωγική. Ή αναδιάρθρωση των καλλιεργειών αποδείχθηκε αποτελεσματική. Ή οικόσιτη κτηνοτροφία αποδείχθηκε συμφέρουσα, οι δε διάφορες επιδοτήσεις είχαν αποτελέσει «πόλον έλξεως». Ή πατατοκαλλιέργεια, σε αντίθεση με την καπνοκαλλιέργεια πού είχε εγκαταλειφθεί, εξασφάλιζε μεγαλύτερο ποσοστό στο εισόδημα τους. Ή πραγματοποίηση του προγράμματος εξηλεκτρισμού της περιοχής,
μετέβαλε τελείως τη μορφή της ζωής τους.

Ή νοσογόνα λίμνη του Σαρή-Γκιόλ αποξηράνθηκε και διανεμήθηκε στους ακτήμονες. Ή καλλιέργεια των τεύτλων και της πατάτας στα γόνιμα και ποτιστικά χωράφια της λίμνης έχει εξασφαλίσει ένα αρκετά
Ικανοποιητικό εισόδημα σε όλους τους κατοίκους της περιοχής. Το βιοτικό επίπεδο των Πανιδιωτών όσο και των άλλων αδελφών Ποντίων και Μικρασιατών πού διαμένουν στην περιοχή αυτή, χάρη στην
εργατικότητα και συμπαράσταση του κράτους, από πολλά ήδη χρόνια έχει βελτιωθεί σημαντικά. "Όλα τα παλιά τουρκικής κατασκευής κτίσματα, έχουν κατεδαφισθεί και έχουν κτισθεί σύγχρονες κατοικίες, με πολιτισμένες ανέσεις και υγιεινούς και άνετους χώρους διαμονής. Εκκλησίες, σχολικά κτίρια, κοινοτικά καταστήματα, νεκροταφεία έχουν αναγερθεί νέα, ευπρεπή και σύγχρονα. Πολλοί νέοι Πανιδιώτες στη δεκαετία του 1955-60 μετανάστευσαν στον Καναδά, Γερμανία, Η.Π.Α., Αυστραλία και ενισχύουν σημαντικά τις πατρικές τους οικογένειες ή προβαίνουν σε κατασκευές ή αγορές ακινήτων.

Πηγή

No comments: